Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κατέλιπον Σ

См. также в других словарях:

  • κατέλιπον — καταλιμπάνω leave behind aor ind act 3rd pl καταλιμπάνω leave behind aor ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • CAPITE multa testabantur Veteres — Allidebant in luctu. Victorinus de Augusto, post cladem Varianam. In tantum per doluti, ut cerebri variô incussu parietem pulsaret, veste, capillôque et reliquis lugentium indictis deformis. Livius l. 25. c. 27. Postquam Asdrubalem Gisgonis… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • VIGIL — an quia visu agilis; anex Graeco ἀγαλλὸς, ab ἀγαλλιάω, a. in i. mutatô, Scalig. ad Varron. dictus est. Eorum olim Romae familia publica fuit, quae incendia restingueret. Seneca, Ep. 64. Intervenerunt quidam amici, propter quos maior fumus fieret …   Hofmann J. Lexicon universale

  • θησαυρός — Ο συσσωρευμένος πλούτος, σε χρήματα ή τιμαλφή. (Αρχαιολ.) Κτίριο των αρχαίων ελληνικών ιερών, ειδικά κατασκευασμένο για τη φύλαξη των πολύτιμων ή λατρευτικών αντικειμένων. Στους μυκηναϊκούς χρόνους οι θ. ήταν υπόγεια οικοδομήματα, ειδικά… …   Dictionary of Greek

  • κτήση — η (AM κτῆσις, έως, Α ιων. γεν. ιος) 1. απόκτηση, πρόσκτηση, κατοχή («χρημάτων καὶ κτημάτων κτῆσιν», Πλάτ.) 2. αυτό που κατέχει κάποιος, ιδιοκτησία, περιουσία, κτήμα («κτῆσίν τε ἔχειν τῶν χρυσείων μετάλλων ἐργασίας», Θουκ.) νεοελλ. ξένη χώρα που… …   Dictionary of Greek

  • σμώ — ήω και άω, Α 1. (ενεργ και μέσ.) πλένω με σαπούνι ή με αλοιφή («κατέλιπον αὐτὴν σμωμένην ἐν τῇ πυέλῳ», Αριστοφ.) 2. σκουπίζω, καθαρίζω («εἰσιὼν ταῡτα τε καὶ τὰ ἄλλα ἡδύνειν καὶ τὴν κάρδοπον σμῆν», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Το ρ. σμῶ… …   Dictionary of Greek

  • υπόφαυσις — αύσεως, ἡ, Α μικρή δίοδος, στενό άνοιγμα («διέκπλοον δὲ ὑπόφαυσιν κατέλιπον τῶν πεντηκοντέρων», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + φαῦσις «φως, φωτισμός»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»